εγγραφείτε: Άρθρα

leader

Περιφερειακά Σήματα Ποιότητας Αγροτικών Προϊόντων

0 comments

 

 
Το ευρωκοινοβούλιο με σχέδιο ψηφίσματος ζητά την αξιοποίηση πόρων από κοινοτικά εργαλεία, όπως το LEADER, για την νέα προγραμματική περίοδο της ΚΑΠ 2014 – 2020.
 
 
 
Στόχος είναι να δημιουργηθούν περιφερειακά σήματα ποιότητας για την ενίσχυση των αγροτικών προϊόντων των κρατών μελών της Ε.Ε. Πρόκειται για ψήφισμα που βασίζεται σε έκθεση του ευρωβουλευτή Eric Andrieu, μέλους της Επιτροπής Γεωργίας και Ανάπτυξης της Υπαίθρου, η οποία θα συζητηθεί την Τρίτη 14 Ιανουαρίου στην ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο. 
Η εισηγητική έκθεση του θέματος έχει ως εξής:
 
Το Εδαφικό Σήμα Ποιότητας
 
Έναντι των μεταβολών στα αγροτικά εδάφη, η Ένωση διαθέτει, από τα τέλη της δεκαετίας του ʼ90, μια πολιτική αγροτικής ανάπτυξης, μέσω του δεύτερου πυλώνα της ΚΓΠ της, παρόλο που μόνο το 20% της ενίσχυσης προορίζεται για μη γεωργούς. Κατά τη διάσκεψη του Cork το 1996 εμφανίστηκε η έννοια της συνολικής στρατηγικής εδαφικής ανάπτυξης, η οποία επεδίωκε να βασιστεί στην κινητοποίηση ενδογενών τοπικών πόρων για την οικοδόμηση ενός παγκόσμιου έργου εγκάρσιας ανάπτυξης κινητοποιώντας τους φορείς ενός εδάφους. Η εν λόγω προσέγγιση, η οποία επέτρεψε την εμφάνιση νέων παραγωγών και δραστηριοτήτων που αποτελούν πηγή πολλών θέσεων εργασίας, μέρος των οποίων μπορεί να βρει διέξοδο στις διεθνείς αγορές, δεν αναπτύχθηκε επαρκώς. Η δημιουργία ενός εδαφικού σήματος θα επέτρεπε, όχι μόνο την καλύτερη εξασφάλιση της προστασίας τους, αλλά και την προώθησή τους στο πλαίσιο μιας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας.
 
Η επιδίωξη επεξεργασίας του «εδαφικού σήματος ποιότητας» συνεπάγεται πρώτα απ’ όλα σωστό προσδιορισμό της πραγματικότητας ενός εδάφους. Είναι απαραίτητο να προβληθεί η σημασία της διακυβέρνησής του για τη δημιουργία πλούτου και συστημάτων παραγωγών που συνδέονται με το έδαφος. Το σήμα θα τα έλεγχε όλα αυτά, με σκοπό τη διευκόλυνση της κινητοποίησης των φορέων, της οργάνωσής τους και της κυκλοφορίας επεξεργασμένων προϊόντων στην αγορά.
 
I. Το έδαφος ως κινητήριος μοχλός μιας βιώσιμης ανάπτυξης: τόπος δημιουργίας πλούτου
 
1) Τι εννοούμε όταν αναφερόμαστε στο έδαφος;
 
Η ακριβής έννοια του εδάφους εμφανίστηκε στις ευρωπαϊκές πολιτικές τον Μάιο 1999 στο Potsdam κατά τη δημιουργία του ΣΑΚΧ (Σχέδιο Ανάπτυξης του Κοινοτικού Χώρου). Η Συνθήκη της Λισαβόνας εισήγαγε την έκφραση «εδαφικός» η οποία επαναλήφθηκε στις τελευταίες εκδόσεις της περιφερειακής πολιτικής και της κοινής γεωργικής πολιτικής που επί του παρόντος υφίστανται μεταρρύθμιση. Ακόμη, στο πλαίσιο της ΚΓΠ, ο στόχος της ισορροπημένης εδαφικής ανάπτυξης προωθήθηκε ξεκάθαρα. Τι καλύπτει στην πραγματικότητα η εν λόγω έννοια του εδάφους;
 
Το έδαφος δεν νοείται ως βάση ή απλό προϋπάρχον τοπικό χωροταξικό επίπεδο, μεταξύ του δήμου και του κράτους, που αντιστοιχεί σε ουδέτερο διοικητικό επίπεδο στο οποίο εφαρμόζεται μια πολιτική σύμφωνα με μια κατιούσα ιεραρχική προσέγγιση. Αντίθετα, το έδαφος επιβάλλεται ως μόνιμο κοινωνικό κατασκεύασμα, υπό συνεχή αυτοδιάθεση. Ο ορισμός αυτός επιτρέπει να ληφθεί υπόψη το σύνολο των πόρων του: οι πόροι που συνδέονται με την παραγωγή αλλά και οι μη εμπορικοί, ειδικοί και δύσκολα μεταβιβάσιμοι πόροι, όπως οι τρόποι συνεργασίας, το εταιρικό κεφάλαιό του, η κοινωνική συνοχή του, οι γνώσεις του, οι ικανότητές του για καινοτομία, η ποιότητα ζωής του, η κληρονομιά του, η ιδιαίτερη οργάνωσή του, καθώς και οι οργανισμοί του. Το δυναμικό αυτό σύστημα οικοδομείται χάρη στις σχέσεις γεωγραφικής εγγύτητας που έχουν αναπτυχθεί μεταξύ πολλών φορέων. Μπορεί να εμφανιστεί προκειμένου να επιλυθεί ένα συγκεκριμένο παραγωγικό πρόβλημα ή να εδραιωθεί μέσω μιας μακράς διαδικασίας αναγνώρισης μιας ταυτότητας, που είναι ριζωμένη στην κληρονομιά του εδάφους και συνδέεται με αυτή, με σκοπό την υλοποίηση ενός έργου συλλογικής ανάπτυξης. Οι σχέσεις αυτές, που πρέπει να είναι συντονισμένες, οδηγούν στη δημιουργία αξίας και νοήματος και διευκολύνουν την εμφάνιση νέων ή λανθανουσών πόρων.
 
Το εδαφικό έργο είναι ένα είδος προσαρμογής στην παγκοσμιοποίηση, που συνίσταται, μεταξύ άλλων, στην αποφυγή του ανταγωνισμού τιμών και κόστους, στον περιορισμό των φαινομένων μετεγκατάστασης, επιτρέποντας στις επιχειρήσεις που εστιάζουν στην ποιότητα να επωφεληθούν από διάφορα πλεονεκτήματα που συνδέονται με τις ιδιαιτερότητες κάθε τόπου. Μπορεί κυρίως να επιτρέψει σε αρκετά αγροτικά εδάφη να εφαρμόσουν πραγματικές στρατηγικές για μην εξαφανιστούν.
 
2) Με ποιον τρόπο οικοδομείται το έδαφος και η ποιότητά του: ένα κεντρικό στοιχείο της εδαφικής διακυβέρνησης
 
Όπως προαναφέρθηκε, το εδαφικό έργο συνιστά απόρροια πολλών φορέων, δημόσιων και ιδιωτικών που κινητοποιούνται, αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους και των οποίων οι ενέργειες συντονισμού και αυτοδιάθεσης των πόρων προκύπτουν από μια πραγματική δημόσια δράση που απαιτεί νέους τρόπους διακυβέρνησης, αποτελώντας τον ακρογωνιαίο λίθο της παρούσας έκθεσης και της επεξεργασίας ενός σήματος.
 
Λόγω των περιορισμών που συνδέονται με την έκταση της παρούσας έκθεσης, στεκόμαστε σε έναν τρόπο διακυβέρνησης που στοχεύει στην οργάνωση της οικονομικής δραστηριότητας, στη βελτιστοποίηση των διαδικασιών παραγωγής των αγροτικών εδαφών και που μπορεί να οδηγήσει στην εμφάνιση ενός εδαφικού σήματος ποιότητας.
 
Μια ποιοτική διακυβέρνηση είναι πρωτίστως μια αποτελεσματική και δυναμική συλλογική οργάνωση. Στηρίζεται ταυτόχρονα στο δίκτυο και στις ροές πληροφοριών που προέρχονται από μια κοινή στρατηγική, λόγω της ύπαρξης γεωγραφικής και θεσμικής εγγύτητας των φορέων. Αυτό που ενώνει τους φορείς είναι πρωτίστως μια διαδικασία ταύτισης με έναν κοινό προβληματισμό και με την αναζήτηση λύσεων υπό μορφή συνεργασιών. Ακολουθεί μια διαδικασία μετατροπής των κρυμμένων, ή ακόμη και εικονικών, πόρων. Η εν λόγω δημιουργία πόρων απαιτεί την υλοποίηση πολύπλοκων εταιρικών σχέσεων μεταξύ φορέων και δομών, που πρόκειται να συνδεθούν ομοσπονδιακά στο πλαίσιο ενός εδαφικού έργου. Κάτι τέτοιο διέρχεται από στάδια δημιουργίας αλληλεγγύης, ανταλλαγών, συμφωνίας ανάπτυξης κοινών έργων. 

Ο εν λόγω τύπος διακυβέρνησης έχει ορισμένες ιδιαιτερότητες:
-Πρώτον, προσπαθεί να συνδέσει μεταξύ τους πολλούς φορείς που ζουν ή μπορούν να παρέμβουν σε ένα έδαφος, προκειμένου να συμμετάσχουν στη δημόσια δράση. Πρόκειται για τοπικούς εκπροσώπους προερχόμενους από ιδιωτικές εταιρείες, οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, επιμελητήρια, συλλόγους, συνδικαλιστικά εργοδοτικά σωματεία, πολίτες, καθώς και οργανώσεις σε περιφερειακό, εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
-Δεύτερον, πρέπει να μπορεί να οδηγεί σε αλληλεπίδραση, συνεργασία και διαπραγμάτευση μεταξύ ετερογενών και ανεξάρτητων φορέων παρέμβασης, των οποίων οι στόχοι, οι στρατηγικές, οι χρονικότητες, οι χώροι αναφοράς μπορούν να διαφέρουν ή ακόμη και να αλληλοσυγκρούονται, αλλά οι οποίοι συμβάλλουν, ο καθένας με τον τρόπο του, στην παραγωγή αναπτυξιακών παραγόντων. Η κοινή τους δράση ενισχύσει τον καθένα ξεχωριστά και έχει ορισμένες δευτερογενείς συνέπειες και πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα επωφελή για όλους.
-Επιτρέπει την επινόηση συγκριμένων τρόπων διασύνδεσης και ρύθμισης για την ανάπτυξη των εδαφών, λόγω των διαφόρων εμπλεκόμενων επιπέδων λήψης αποφάσεων, εξ’ ου και η ανάγκη συντονισμού των τοπικών φορέων με τους παγκόσμιους. Οδηγεί, επίσης, στη δημιουργία νέων πρακτικών και υβριδικών κανόνων, που δεν συμφωνούν με τις εντολές και τα υφιστάμενα πρότυπα ή ακόμη και αντιτίθενται προς αυτά.

Μεταξύ αυτών, οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης διαδραματίζουν κεντρικό ρόλο, που σχετίζεται ταυτόχρονα με τον προσανατολισμό, την εμψύχωση, την καθοδήγηση ρύθμισης και τη συνοχή του εδάφους. Ο δημόσιος φορέας πρέπει να καθιστά δυνατή μια κινητοποίηση του συνόλου των φορέων όσον αφορά τους κοινούς στόχους ανάπτυξης, στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου και συνεκτικού έργου, έχοντας ένα κοινό μεσοπρόθεσμο και μακροπρόθεσμο όραμα σχετικά με το έδαφος. Ο οργανισμός τοπικής αυτοδιοίκησης πρέπει, επίσης, να εξασφαλίζει τις σχέσεις με οτιδήποτε είναι εξωτερικό του εδάφους: τα άλλα εδάφη, τα εθνικά και υπερεθνικά μακροοικονομικά επίπεδα, μεταξύ των οποίων η Ευρωπαϊκή Ένωση. 

Πρέπει να εξασφαλίζει τη συνοχή του κοινού έργου και, για τον λόγο αυτό, να συντονίζει τις συμβατικές διαδικασίες (χάρτες) και τα μέσα δράσης, αποσκοπώντας σε στόχους ποιότητας που πλαισιώνουν τις δεσμεύσεις των φορέων. Η κατάρτιση των εν λόγω προτύπων συνεπάγεται τη διαχείριση διαπραγματεύσεων, συγκρούσεων, την εύρεση συμβιβασμών, την επεξεργασία συμμαχιών και σχέσεων δύναμης μεταξύ των διαφόρων φορέων, όπου ο καθένας ακολουθεί τη δική του λογική όσον αφορά το συμφέρον του ή ασκεί καθήκοντα σε τομείς ανταγωνιστικών ή κοινών αρμοδιοτήτων.

Υπάρχουν τρεις σημαντικοί τύποι διακυβέρνησης, ο τομεακός, ο διατομεακός και ο εδαφικός. Στην παρούσα έκθεση γίνεται κυρίως λόγος για τον τελευταίο τύπο. Όλοι οι τύποι διακυβέρνησης συμμετέχουν στην αύξηση της δυναμικότητας των εδαφών, οι δύο πρώτοι αρκετά συχνά στο πλαίσιο της ΚΓΠ (ομάδες παραγωγών), ενώ θα μπορούσαν να αποτελούν συνιστώσα του τρίτου, πιο ολοκληρωμένου και πιο πλήρους τύπου.
 
II) Καλύτερα προσδιορισμένα συστήματα γεωργικών προϊόντων διατροφής που συνδέονται με το έδαφος
 
Οι στρατηγικές συγκλίσεις φορέων που αναφέρονται στο παρόν κεφάλαιο σχετικά με τη διακυβέρνηση έχουν ως κύριο σκοπό να δημιουργήσουν συγκεκριμένη προσφορά, με βάση την αξιοποίηση εδαφικών πόρων. Αυτού του είδους η προσφορά μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα για το εδαφικό σήμα. Πιο συγκεκριμένα, οι συντονισμοί φορέων που συνεπάγεται επιτρέπουν τη δέσμευση πόρων, προϊόντων και υπηρεσιών που υπερβαίνει τη καθαρά τομεακή λογική και εντάσσεται στην εδαφική λογική. Μεταξύ διακυβερνήσεων, ένα αντιπροσωπευτικό προϊόν σε δεδομένο έδαφος μπορεί να ακολουθήσει πολλές διαδρομές αξιοποίησης, από τη γενική παραγωγή μέχρι μια πραγματική ποιοτική μεταβολή αυτού, συμβάλλοντας σε αυτή την πολύπλοκη εδαφική προσφορά. Η προσφορά αυτή μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, καθώς επιτρέπει την εξέταση ενός επαναπροσδιορισμού των προϊόντων που από γενικά ή τυποποιημένα προϊόντα μετατρέπονται σε ειδικά προϊόντα, μέσω ποιοτικών προσεγγίσεων που αξιοποιούν τα εδαφικά εξωτερικά στοιχεία: συλλογικά αγαθά, κοινωνικές ανέσεις, περιβαλλοντικά στοιχεία. Ενώ σε μια τυποποιημένη ανταγωνιστική κοινωνία, παρατηρείται γενικότερα μείωση των τιμών λόγω επιδείνωσης ή ακόμη και εξαφάνιση των προσόδων, σε μια οικονομία που ευνοεί τις διαφοροποιήσεις ανάλογα με την προέλευση, την ποιότητα, τις περιβαλλοντικές υπηρεσίες και πολλούς άλλους πόρους που συνδέονται με κάθε έδαφος παρατηρείται άνοδος των τιμών, εμφάνιση νέων προσόδων ή ακόμη και διαιώνιση των ήδη υφιστάμενων (π.χ. γεωργικά προϊόντα που φέρουν ήδη σήμα ποιότητας).
 
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι τρόποι συντονισμού που συνδέουν τους φορείς μεταξύ τους εξασφαλίζουν σε όλους είσπραξη εδαφικών προσόδων που σχετίζονται με τις οργανωτικές ιδιότητες και την ποιότητα της ανάπτυξης των εν λόγω εδαφών. Αυτές οι εδαφικές πρόσοδοι είναι το αποτέλεσμα μιας συμβατότητας στρατηγικών, που επιτρέπει την ικανοποίηση των συμφερόντων των διαφόρων φορέων στο πλαίσιο ενός κοινού εδαφικού έργου. Δεν προέρχονται μόνο από κλασικούς παράγοντες παραγωγής, αλλά και από ευρύτερες δυνατότητες που μπορούν να υφίστανται μετατροπές, η διαδικασία εμφάνισης των οποίων, που ξεκίνησε με τον συντονισμό των φορέων, είναι εξαιρετικά σημαντική. Έτσι, στην αρχική κατάσταση, ο πόρος δεν μπορεί να είναι παρά μια δυνατότητα που οι τοπικοί φορείς δεν έχουν χαρακτηρίσει διαθέσιμο πόρο.
 
Σήμερα στην Ευρώπη, τα περισσότερα αγροτικά εδάφη προτείνουν μόνο μια προσφορά και μια αξιοποίηση προϊόντων, σύμφωνα με τη λογική των σχετικών κλάδων. Η ανάλυσή μας σχετικά με τους τρόπους διακυβέρνησης δείχνει ότι οι κλάδοι αυτοί μπορούν να συμμετέχουν μεμονωμένα ή συλλογικά στη διεύρυνση και στην ενίσχυση της εν λόγω προσφοράς, συνεισφέροντας από κοινού στο σύνολο των πόρων, επιτρέποντας έτσι την ανάπτυξη νέων προσόδων εδαφικής ποιότητας. 

Η εν λόγω διεύρυνση έχει δύο επιπτώσεις στις αγορές:
 
Κατά πρώτον, συνεπάγεται εμπλουτισμό της προσφοράς, με βάση μια συλλογή συμπληρωματικών αγαθών και υπηρεσιών, που συνδέονται στενά μεταξύ τους και ονομάζονται επίσης καλάθια. Στο εσωτερικό αυτών, τα προϊόντα διαφοροποιούνται με βάση την ποιότητα και την προέλευση (συνδέονται με ένα έδαφος, μια τεχνογνωσία, έναν τρόπο παραγωγής), ενώ οι υπηρεσίες είναι πιο δύσκολο να προσδιοριστούν και είναι λιγότερο κωδικοποιημένες, αλλά οι δυνατότητές τους, που διευκολύνουν την πρόσβαση στο καλάθι, είναι σημαντικές. Παραδείγματα αυτών συνιστούν ο τουρισμός, οι κινητικότητες, τα στοιχεία κληρονομιάς, οι μορφές εμπορίου και τα μέσα επικοινωνιών.
 
Πρόκειται, επίσης, για μια ειδική προσφορά που ενσωματώνεται σε μια ιστορία, έναν πολιτισμό, ένα υπάρχον τμήμα του εδάφους που δεν μπορεί να αναπαράγεται από άλλα και είναι αναφαίρετο από το έδαφος. Αυτή η αδυναμία αντικατάστασης, η αδυναμία αναπαραγωγής, προστατεύει τα αγαθά και τις υπηρεσίες από τον εξωτερικό ανταγωνισμό και συνιστά πραγματική ευκαιρία ανάπτυξης, κυρίως για τα πιο ευάλωτα αγροτικά εδάφη. Η εδαφική «αγκύρωση» συνιστά, λοιπόν, βασική συνιστώσα για τη συγκρότηση των καλαθιών και την ανταγωνιστικότητα των εδαφών.
 
Η ζήτηση για τα εν λόγω καλάθια αγαθών και υπηρεσιών στηρίζεται σε σχέσεις εγγύτητας και εμπιστοσύνης. Εκφράζεται μέσω της άμεσης πώλησης, των αστικών αγορών, των τουριστικών διαμονών, των επισκέψεων, της εστίασης, της κοινωνικής οργάνωσης… Συνδέεται επίσης με την ποιότητα, τη φήμη, τη γνώση και την εικόνα του εδάφους. Με άλλα λόγια, για την κατανόηση αυτού του τύπου ποιότητας, η προσέγγιση δεν ξεκινά από ένα προϊόν προς το έδαφός του, όπως ισχύει για τα προϊόντα με σήμα ποιότητας, αλλά εντάσσεται, πρώτα, στο πλαίσιο ενός εδάφους, που θεωρείται ότι συνιστά την ποιότητα των συμπληρωματικών προϊόντων και των υπηρεσιών που σχετίζονται με αυτό. Η ζήτηση αυτή προέρχεται συχνά από το ίδιο το έδαφος και εξωτερικούς καταναλωτές μέσω του τουρισμού. Η διαφοροποίηση αυτή μέσω της ποιότητας των εδαφών δεν επωφελείται διακριτικού σήματος ή άλλου ιδιαίτερου προσδιορισμού που θα επέτρεπε την ενίσχυση της προώθησης στις περιφερειακές, εθνικές και διεθνείς αγορές.
 
Για τον λόγο αυτό, η παρούσα έκθεση συνιστά έκκληση προς την Ευρωπαϊκή Ένωση ώστε να μπορέσει να αποκτήσει ένα ευρωπαϊκό εδαφικό σήμα ποιότητας. Το εν λόγω σήμα συνιστά πιο συγκεκριμένα ένα σήμα-«ομπρέλα» που θα εφαρμόζεται στο σύνολο των αγαθών και των υπηρεσιών, που προέρχονται από εδάφη τα οποία συμμετέχουν σε μια παγκόσμια διαδικασία ανάπτυξης.
 
Συμπέρασμα
 
Η συνολική προσέγγιση που παρουσιάστηκε στην παρούσα έκθεση δείχνει καθαρά το συνολικό συμφέρον της προώθησης νέων μοντέλων ανάπτυξης για όλα τα αγροτικά εδάφη. Η διαφύλαξη πολλών εξ αυτών εξαρτάται από την προσέγγιση αυτή. Εάν οργανωθούν καλύτερα, τα εν λόγω εδάφη έχουν περισσότερες ευκαιρίες να επωφεληθούν περισσότερο από την παγκοσμιοποίηση και τις μεταβολές που πραγματοποιούνται στις κοινωνίες μας.
 
Η σημερινή πολιτική αγροτικής ανάπτυξης περιλαμβάνει ήδη ορισμένα εργαλεία που μπορούν να τεθούν στην υπηρεσία μιας ανάπτυξης της ποιότητας των εδαφών. Βεβαίως, κατά προτεραιότητα, η σκέψη μας πηγαίνει στην κοινοτική πρωτοβουλία LEADER. Μέσω της προετοιμασίας του επόμενου προγραμματισμού των εθνικών σχεδίων αγροτικής ανάπτυξης, είναι πλέον δυνατή η γενίκευση της εν λόγω κοινοτικής πρωτοβουλίας σε όλα τα εδάφη [με τον άξονα 4 του ΕΤΘΑ για την αλιεία, ΟΕΕ (ολοκληρωμένη εδαφική επένδυση) για τις αστικές ζώνες] μαζί με την πολυταμειακή προσέγγιση που επιτρέπει τη χρηματοδότηση έργων που σχετίζονται με πολλά ταμεία στο ίδιο έδαφος ή ακόμη και σε ένα αγροτικό/αστικό και αστικό/παράκτιο έδαφος, κλπ. Επιτρέπεται, επίσης, η ενσωμάτωση θεματικών προγραμμάτων στο εσωτερικό επιχειρησιακών προγραμμάτων του ΕΓΤΑΑ, που μπορούν να κινητοποιήσουν περαιτέρω το ταμείο. Υπό το πρίσμα της παρούσας έκθεσης, φαίνεται σκόπιμη η χρησιμοποίηση πολύ σημαντικών μέσων για την ενίσχυση της διακυβέρνησης των εδαφών, καθώς διαπιστώθηκε το συνολικό συμφέρον τους όσον αφορά την εμφάνιση των πόρων και τις απαραίτητες συνεργασίες μεταξύ των φορέων. Η επιλογή ισχυρών μέτρων ως σύγχρονων μέτρων σχετικά με την εμψύχωση, την κατάρτιση, τη μεταφορά γνώσεων, τις τεχνικές εφαρμογής ή τα μέτρα που περιλαμβάνονται στη μεταρρύθμιση της ΚΓΠ όπως η συνεργασία, η καινοτομία, η οργάνωση δικτύου, η εμπορική προώθηση, πρέπει να συμβάλλουν στη βελτίωση της οργάνωσης και της ποιότητας των εδαφών. Ωστόσο, μέσα σε ένα πλαίσιο παγκοσμιοποίησης, θα ήταν επίσης σκόπιμη η απόκτηση επίσημης αναγνώρισης ενός ευρωπαϊκού εδαφικού σήματος ποιότητας, έτσι ώστε να διευρυνθούν οι αγορές αγαθών και υπηρεσιών που προέρχονται από νέα εδαφικά έργα.