εγγραφείτε: Άρθρα

leader

Αγορά Γαλακτοκομικών

0 comments

 Εκτιμήσεις Copa-Cogeca

Η αναζήτηση τρόπων βελτίωσης της δύσκολης κατάστασης της αγοράς γαλακτοκομικών προϊόντων και η αντιμετώπιση των μεγάλων προκλήσεων, όπως η ακραία αστάθειά της, η αύξηση του κόστους παραγωγής και η εξασφάλιση της ανταγωνιστικότητας του κλάδου στο πλαίσιο της μελλοντικής ΚΑΠ, είναι στις προτεραιότητες του νέου προεδρείου της ομάδας εργασίας για τα γαλακτοκομικά των κεντρικών αγροτοσυνεταιριστικών οργανώσεων Copa-Cogeca.

Αναλυτικότερα, στις 9 Ιουλίου, οι Copa-Cogeca εξέλεξαν τον Mansel Raymond, από το Ηνωμένο Βασίλειο, ως νέος πρόεδρο της ομάδα εργασίας για το γάλα και τα γαλακτοκομικά προϊόντα. Ο κ. Raymond είναι σήμερα Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Συμβουλίου Γαλακτοπαραγωγών του Ηνωμένου Βασίλειου, ενώ διατηρεί μια μεικτή εκμετάλλευση, 620 αγελάδων γαλακτοπαραγωγής, βοοειδών, προβάτων, συνδυαζόμενων καλλιεργειών και πατατών κοντά στο Letterston, του Pembrokeshire.

 

Επιπλέον, οι Copa-Cogeca εξέλεξαν ως αντιπροέδρους της ομάδας τον Φιλανδό Sami Antero Kilpelainen και τον ο Ιταλό Tommaso Mario Abrate. Ο κ. Sami Antero Kilpelainen σπούδασε αγροτική οικονομία και προέρχεται από την Ένωση Φινλανδών κατόχων γεωργικών και δασικών εκμεταλλεύσεων ΜΤΚ και τον Φιλανδικό Συνεταιρισμό Γαλακτοπαραγωγών. Ο κ. Tommaso Mario Abrate είναι πρόεδρος του Εθνικού Γαλακτοκομικού Τομέα για την ιταλική Αγρο-Συνεταιριστική Οργάνωση Confcooperative και έχει δικό του γαλακτοκομικό συνεταιρισμό που ενώνει πάνω από 300 παραγωγούς.

Όπως δήλωσε ο κ. Raymond «Οι γαλακτοπαραγωγοί συντελούν στην επισιτιστική ασφάλεια και τη διατήρηση της απασχόλησης στις αγροτικές περιοχές, αλλά αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις της αγοράς, με μείωση των τιμών του γάλακτος που δεν συμβαδίζουν πάντα με τις μεταβολές στην κατανάλωση. Λόγω του υψηλού κόστους παραγωγής, το οποίο σε ορισμένες χώρες υπερβαίνει τις τιμές που λαμβάνουν οι παραγωγοί για το γάλα τους, και της περαιτέρω πτώσης των τιμών ο κλάδος οδηγείται σε μια παρόμοια κατάσταση με εκείνη που καταγράφηκε το 2009, αλλά για διαφορετικούς λόγους. Οι γαλακτοπαραγωγοί δεν έχουν καν τη δυνατότητα να ανακάμψουν οικονομικά από την κρίση που έλαβε χώρα το 2009. Οι πρόσφατες μειώσεις στις τιμές παραγωγού στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Πολωνία, τη Λιθουανία, τη Σλοβακία και πολλές άλλες χώρες, είναι απαράδεκτες και δεν μπορούν να δικαιολογηθούν. Συνεπώς, οι γαλακτοπαραγωγοί αντιτάσσονται σε περαιτέρω περικοπές τιμών του γάλακτος και απαιτούν επείγουσες αυξήσεις, προκειμένου να εξασφαλιστεί η ασφάλεια του εφοδιασμού».


Επίσης, ο Γενικός Γραμματέας των δύο οργανώσεων, κ. Pekka Pesonen, τόνισε «Επιπλέον, σε αυτή τη δύσκολη οικονομική κατάσταση, απευθύνουμε έκκληση για μια Κοινή Αγροτική Πολιτική που δεν θα προκαλέσει αύξηση του κόστους παραγωγής, ασκώντας πίεση στην παραγωγή ζωοτροφών της ΕΕ. Θέλουμε, επίσης, η τιμή παρέμβασης της ΕΕ για το βούτυρο και το αποκορυφωμένο γάλα σε σκόνη να ενημερωθεί για να ληφθεί υπόψη το υψηλότερο κόστος παραγωγής που αντιμετωπίζουν οι αγρότες. Η ιδιωτική αποθεματοποίηση πρέπει επίσης να παραμείνει υποχρεωτική στην εφαρμογή της και όχι εθελοντική».

Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, από τις αρχές του 2012, οι χαμηλότερες τιμές παραγωγού πιέζουν τα εισοδήματά τους. Πρόκειται για μια κατάσταση η οποία έχει επιδεινωθεί από τις λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες στην παγκόσμια αγορά. Ενώ οι Ευρωπαίοι μεταποιητές γάλακτος σε ορισμένες χώρες επωφελούνται από την αδύναμη θέση των παραγωγών.

Ελληνικές Βιομηχανίες Γαλακτοκομικών Προϊόντων

Μείωση της παραγωγής και μικρή αύξηση των εσόδων κατέγραψαν το 2011 στο σύνολό τους οι μεγαλύτερες ελληνικές βιομηχανίες γαλακτοκομικών προϊόντων (συμπεριλαμβανομένων των εταιρειών που παράγουν παγωτά), επηρεασμένες από την κάμψη της εγχώριας ζήτησης, την αύξηση των τιμών των πρώτων υλών και την ένταση του ανταγωνισμού. Ωστόσο, παρά και τη μείωση του όγκου της παραγωγής, σχεδόν επτά στις δέκα ήταν κερδοφόρες. Συνολικά στα 1,60 δισ. ευρώ ανήλθαν για το 2011 οι συνολικές πωλήσεις των 57 μεγαλύτερων επιχειρήσεων του τομέα, σύμφωνα με τα οικονομικά στοιχεία που δημοσίευσαν έως τις 15 Ιουλίου 2012. Οι πωλήσεις την αντίστοιχη περίοδο του 2010 ήταν 2 δισ. και του 2009 ανέρχονταν στα 2,4 δισ. ευρώ.

Η καθοδική πορεία του κλάδου, όσον αφορά τα παραγωγικά του μεγέθη, συνεχίζεται και κατά το τρέχον έτος. Σύμφωνα με την Ελληνική Στατιστική Αρχή, το πρώτο πεντάμηνο του 2012, σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2011, μειώθηκε η παραγωγή επεξεργασμένου ρευστού γάλακτος κατά 4,1%, γάλακτος και κρέμας γάλακτος με περισσότερο από 6% λίπος κατά 19,2%, βουτύρου και άλλων γαλακτοκομικών για επάλειψη κατά 11,6%, τυροκομικών προϊόντων κατά 10,9% και παγωτών κατά 2,1%, ενώ αυξήθηκε η παραγωγή γιαουρτιού κατά 0,2%.

Προβλήματα Ελλήνων Αγελαδοτρόφων

Όσον αφορά τους Έλληνες γαλακτοπαραγωγούς, ο κ. Γιώργος Κεφάλας, πρόεδρος του Συνδέσμου Αγελαδοτρόφων Ελλάδας, δήλωσε στον ΑγροΤύπο τα εξής: «η είσοδος της Friesland στην ελληνική αγορά έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις τιμές παραγωγού. Συνολικά αγόρασε το 10% του εγχωρίου παραγόμενου γάλακτος. Μαζί με τα συμβόλαια έδωσε στους αγελαδοτρόφους προκαταβολές για την αξία του γάλακτος που θα παρέδιναν για δύο μήνες. Εκείνη την περίοδο έκανε την εμφάνισή του και ο συνεταιρισμός αγελαδοτρόφων με την ονομασία: «ΘΕΣ γάλα ΠΙΕΣ» στην περιοχή της Θεσσαλίας, ο οποίος κατεύθυνε συγκεντρωτικά την παραγωγή 40 μονάδων της περιοχής του. Αυτός ο συνδυασμός αποδεικνύεται τώρα ότι ήταν «σωτήριος» για την αγελαδοτροφεία της χώρας μας, αφού ανέβασαν τις τιμές και το Δεκέμβριο του 2011 έκαναν limit up, φτάνοντας στα 50 λεπτά το κιλό». 

Όμως αυτή η αύξηση δεν είχε μεγάλη διάρκεια, αφού αμέσως μετά ξεκίνησε μια πτωτική τάση των τιμών παραγωγού, που σήμερα έφτασε στα 45 λεπτά το κιλό. Όπως επισημαίνει ο κ. Κεφαλάς «οι γαλακτοβιομηχανίες υποστηρίζουν ότι η πτώση τιμών έγινε λόγω της μείωσης στην κατανάλωση. Παρόλα αυτά όμως δεν είδαμε μείωση στις τιμές λιανικής. Τα στοιχεία του ΕΛΟΓΑΚ το τελευταίο χρονικό διάστημα δείχνουν ότι κάθε μήνα η παραγωγή γάλακτος πέφτει και μια από τις βασικές αιτίες είναι η έλλειψη της ρευστότητας. Η αγορά δεν κάνει πίστωση στον κτηνοτρόφο. Την ίδια στιγμή υπάρχουν συγκεκριμένες βιομηχανίες που πληρώνουν με καθυστέρηση μέχρι και 4 μηνών. Αυτή η καθυστέρηση όμως είναι μεγάλη για τα δεδομένα της ελληνικής αγοράς. Μην έχοντας ζωοτροφές οι κτηνοτρόφοι μειώνουν την παραγωγή τους και τελικά οδηγούνται οι μονάδες τους σε κλείσιμο. 
Όπως φαίνεται τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αγελαδοτρόφοι της Ευρώπης θα έρθουν και στη χώρα μας κάποια στιγμή. Αν στην ΕΕ συνεχιστεί μέχρι τα ερχόμενα Χριστούγεννα η μείωση της τιμής παραγωγού στο γάλα, τότε το πρόβλημα θα είναι μεγαλύτερο από αυτό που είχε δημιουργηθεί πριν δύο χρόνια».

Μελέτη της Icap

Μικρές ετήσιες μειώσεις κατέγραψε η συνολική εγχώρια κατανάλωση γάλακτος (σε όγκο) την τελευταία διετία (2010/09: -1,2% και 2011/10: -2,3%), σύμφωνα με τα αποτελέσματα κλαδικής μελέτης της Icap Group.

Bασικό χαρακτηριστικό της αγοράς τα τελευταία έτη είναι η μείωση της κατανάλωσης στις κατηγορίες του φρέσκου (λευκού) γάλακτος (-1,4% το 2010/09) και του γάλακτος εβαπορέ (-4% το 2010/09) ενώ αύξηση (αν και με συνεχώς μειούμενο ρυθμό τα τελευταία έτη) παρατηρείται στην κατανάλωση γάλακτος υψηλής παστερίωσης (+2,7% το 2010/09).

Ανάλογες τάσεις παρατηρήθηκαν και το 2011 (φρέσκο: -1,2%, εβαπορέ: -4,5%, υψηλής παστερίωσης: +2%). Το φρέσκο παστεριωμένο γάλα εξακολουθεί να αποτελεί την κυριότερη κατηγορία γάλακτος, το δε ποσοστό συμμετοχής του στο σύνολο της κατανάλωσης εκτιμάται σε 41,8% το 2011. Ωστόσο, παρατηρείται σημαντική μείωση του ποσοστού αυτού την τελευταία επταετία, σε αντίθεση με το γάλα υψηλής παστερίωσης το οποίο διευρύνει το μερίδιό του (29,4% το 2011). Το αντίστοιχο ποσοστό για το ισοδύναμο του συμπυκνωμένου γάλακτος διαμορφώθηκε σε 26,1% το 2011.

Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της κλαδικής μελέτης, η συνολική εγχώρια κατανάλωση γιαουρτιού (σε ποσότητα) υποχώρησε κατά 2,8% το 2010, ενώ το 2011 εκτιμάται ότι η μείωση της κατανάλωσης ήταν της τάξης του 4%. Η εγχώρια παραγωγή καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος της ζήτησης (2010: εισαγωγική διείσδυση 8,6%), ενώ σημαντικές είναι οι εξαγωγές στο συγκεκριμένο προϊόν (εξαγωγική επίδοση 24% το 2010).

Στo πλαίσιo της μελέτης, έγινε εκτεταμένη χρηματοοικονομική ανάλυση των παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου, βάσει επιλεγμένων αριθμοδεικτών. Επίσης, συντάχθηκε ομαδοποιημένος ισολογισμός για τη διετία 2009- 2010, βάσει αντιπροσωπευτικού δείγματος εταιρειών. Από τον ομαδοποιημένο ισολογισμό 16 παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου παρατηρείται ότι, το σύνολο του ενεργητικού τους μειώθηκε κατά 7,6% το 2010/09 και τα συνολικά ίδια κεφάλαια υποχώρησαν κατά 4,4%. Οι συνολικές πωλήσεις των εταιρειών του δείγματος παρέμειναν στα ίδια επίπεδα το 2010 σε σχέση με το 2009 (οριακή αύξηση 0,2%), ωστόσο το συνολικό τελικό αποτέλεσμα ήταν ζημιογόνο το 2010, εν αντιθέσει με το 2009 που ήταν κερδοφόρο.

Ο κλάδος των γαλακτοκομικών προϊόντων παραμένει ένας από τους πιο ανθεκτικούς της ελληνικής οικονομίας, καθώς τα γαλακτοκομικά εντάσσονται στα βασικά είδη διατροφής για τους Έλληνες καταναλωτές. Στην αγορά δραστηριοποιείται σημαντικός αριθμός παραγωγικών (κυρίως) αλλά και εισαγωγικών επιχειρήσεων. Στις περισσότερες κατηγορίες προϊόντων η εγχώρια ζήτηση καλύπτεται, κατά το μεγαλύτερο μέρος της, από μεγάλες παραγωγικές επιχειρήσεις οι οποίες διαθέτουν σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό, ενώ μέσω του οργανωμένου και ευρύτατου δικτύου διανομής τους καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής επικράτειας. Ο παραγωγικός τομέας περιλαμβάνει και εταιρείες με μικρότερη παραγωγική δυναμικότητα, οι οποίες δραστηριοποιούνται κυρίως σε τοπικό επίπεδο, ωστόσο αρκετές απ’ αυτές αποσπούν σημαντικά μερίδια στις τοπικές αγορές.

Το σύνολο της εγχώριας πρωτογενούς παραγωγής αγελαδινού γάλακτος καθορίζεται από το κοινοτικό σύστημα των ποσοστώσεων, το οποίο το 2015 προβλέπεται να καταργηθεί. Στην Ελλάδα, ωστόσο, η πρωτογενής παραγωγή υπολείπεται κατά πολύ των εθνικών ποσοστώσεων τα τελευταία έτη.

Εκτός από τον παραγωγικό τομέα, ο κλάδος περιλαμβάνει ένα σχετικά μικρό αριθμό μεγάλων εισαγωγικών εταιρειών, οι οποίες κατέχουν αξιόλογη θέση στην εγχώρια αγορά γαλακτοκομικών προϊόντων, ορισμένες δε απ’Α αυτές ελέγχονται από γνωστούς πολυεθνικούς ομίλους. Στον εισαγωγικό τομέα εντάσσονται και αρκετές μικρότερου μεγέθους εταιρείες που πραγματοποιούν εισαγωγές γαλακτοκομικών, από τις οποίες σημαντικό μέρος αφορά προϊόντα που προορίζονται για επαγγελματική χρήση.